- κέκευθα
- κεύθωcustosperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεκεύθασ' — κεκεύθᾱσι , κεύθω custos perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέκευθ' — κέκευθα , κεύθω custos perf ind act 1st sg κέκευθε , κεύθω custos perf imperat act 2nd sg κέκευθε , κεύθω custos perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεύθω — (Α) (ποιητ. ρ.) 1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.) 2. (στον παρακμ.) κέκευθα περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.) 3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό … Dictionary of Greek